- φαρετροφορος
- φαρετροφόροςφᾰρετρο-φόρος2колчаноносный
(Ἔρως Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Ἔρως Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φαρετροφόρος — quiver bearing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρετροφόρος — και φαρετρήφορος, ον, Α 1. αυτός που έχει φαρέτρα 2. (για σκουριά βέλους) αυτός που αναπτύσσεται μέσα σε φαρέτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαρέτρα + φόρος*] … Dictionary of Greek
φαρετροφόρον — φαρετροφόρος quiver bearing masc/fem acc sg φαρετροφόρος quiver bearing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρετροφόροι — φαρετροφόρος quiver bearing masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρετροφόρους — φαρετροφόρος quiver bearing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
OBLIQUARE visus — apud Statium Achill. l. 1. v. 323. de Achille, Mulcetur, laetumque rubet, visusque superbos Obliquat amoris indicium. Unde vetus Schol. Cum heroicum, inquit, et virile ante contueretur; nunc obliquatô visu, remittit austeritatem et assensum… … Hofmann J. Lexicon universale
φαρετρήφορος — ον, Α βλ. φαρετροφόρος … Dictionary of Greek
φαρετροφορία — ἡ, Μ [φαρετροφόρος] το να έχει κανείς φαρέτρα … Dictionary of Greek